- κλεπτίστερος
- κλεπτίστερος, -έρα, -ον (Α)(συγκριτ. τού κλέπτης) μεγαλύτερος κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλεπτίστατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεπτίστατος — κλεπτίστατος, άτη, ον (Α) (υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης,… … Dictionary of Greek